Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στοιχηδόν
στοίχημα
στοιχητέον
στοιχητής
στοιχιαῖος
στοιχίζω
στοιχικός
στοιχισμός
στοιχομυθέω
στοῖχος
στοιχούντως
στοιχώδης
στολαγωγέω
στολαγωγός
στολάζομαι
στολάρχης
στόλαρχος
στολάς
στολή
στολίδιον
στολιδόομαι
View word page
στοιχούντως
στοιχούντως, Adv.
A). conformably, OGI 532.27 (Neoclaudiopolis, Aug.).


ShortDef

conformably

Debugging

Headword:
στοιχούντως
Headword (normalized):
στοιχούντως
Headword (normalized/stripped):
στοιχουντως
IDX:
96945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96946
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στοιχούντως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">conformably</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">OGI</span> 532.27 </span> (Neoclaudiopolis, Aug.).</div> </div><br><br>'}