Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στοιχηγορέω
στοιχηδίς
στοιχηδόν
στοίχημα
στοιχητέον
στοιχητής
στοιχιαῖος
στοιχίζω
στοιχικός
στοιχισμός
στοιχομυθέω
στοῖχος
στοιχούντως
στοιχώδης
στολαγωγέω
στολαγωγός
στολάζομαι
στολάρχης
στόλαρχος
στολάς
στολή
View word page
στοιχομυθέω
στοιχομῡθέω,= στοιχηγορέω, Sch. A. Pers. 430 , Phot.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στοιχομυθέω
Headword (normalized):
στοιχομυθέω
Headword (normalized/stripped):
στοιχομυθεω
IDX:
96943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96944
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στοιχομῡθέω</span>,= <span class="foreign greek">στοιχηγορέω</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg002.perseus-grc1:430" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg002.perseus-grc1:430/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pers.</span> 430 </a>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div><br><br>'}