Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στοιχειωτικός
στοιχειωτός
στοιχευτής
στοιχέω
στοιχηγορέω
στοιχηδίς
στοιχηδόν
στοίχημα
στοιχητέον
στοιχητής
στοιχιαῖος
στοιχίζω
στοιχικός
στοιχισμός
στοιχομυθέω
στοῖχος
στοιχούντως
στοιχώδης
στολαγωγέω
στολαγωγός
στολάζομαι
View word page
στοιχιαῖος
στοιχ-ιαῖος, α, ον,
A). equal to one row or course, in masonry, ὑπερτόναια .. πάχος στοιχιαῖα μῆκος ὀκτώποδα IG 22.463.57 .


ShortDef

equal to one row

Debugging

Headword:
στοιχιαῖος
Headword (normalized):
στοιχιαῖος
Headword (normalized/stripped):
στοιχιαιος
IDX:
96939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96940
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στοιχ-ιαῖος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">equal to one row</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">course</span>, in masonry, <span class="quote greek">ὑπερτόναια .. πάχος στοιχιαῖα μῆκος ὀκτώποδα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 22.463.57 </span> .</div> </div><br><br>'}