Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στοιχειωτής
στοιχειωτικός
στοιχειωτός
στοιχευτής
στοιχέω
στοιχηγορέω
στοιχηδίς
στοιχηδόν
στοίχημα
στοιχητέον
στοιχητής
στοιχιαῖος
στοιχίζω
στοιχικός
στοιχισμός
στοιχομυθέω
στοῖχος
στοιχούντως
στοιχώδης
στολαγωγέω
στολαγωγός
View word page
στοιχητής
στοιχ-ητής, οῦ, , dub.cj.for στυχιτης,=
A). stabilis, in Gloss.(fort. στυλίτης).


ShortDef

stabilis

Debugging

Headword:
στοιχητής
Headword (normalized):
στοιχητής
Headword (normalized/stripped):
στοιχητης
IDX:
96938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96939
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στοιχ-ητής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, dub.cj.for <span class="itype greek">στυχιτης</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stabilis</span>, in <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span>(fort. <span class="foreign greek">στυλίτης</span>).</div> </div><br><br>'}