Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στοιχειώδης
στοιχείωμα
στοιχειωματικοί
στοιχείωσις
στοιχειωτής
στοιχειωτικός
στοιχειωτός
στοιχευτής
στοιχέω
στοιχηγορέω
στοιχηδίς
στοιχηδόν
στοίχημα
στοιχητέον
στοιχητής
στοιχιαῖος
στοιχίζω
στοιχικός
στοιχισμός
στοιχομυθέω
στοῖχος
View word page
στοιχηδίς
στοιχ-ηδίς, Adv. = sq., Theognost. Can. 163 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στοιχηδίς
Headword (normalized):
στοιχηδίς
Headword (normalized/stripped):
στοιχηδις
IDX:
96934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96935
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στοιχ-ηδίς</span>, Adv. = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theognost.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Can.</span> 163 </span>.</div><br><br>'}