Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στοιβασία
στοιβάσιμος
στοίβασις
στοιβαστής
στοιβαστός
στοιβή
στοιβηδόν
στοιβίον
στοιβοειδής
στοΐδιον
Στοϊκός
Στοιχαδεύς
στοιχαδίτης
Στοιχαῖος
στοιχάς
Στοιχεία
στοιχειακός
στοιχειογραφέω
στοιχειοκράτωρ
στοιχεῖον
στοιχειόω
View word page
Στοϊκός
Στοϊκός,
A). v. Στωϊκός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Στοϊκός
Headword (normalized):
στοϊκός
Headword (normalized/stripped):
στοικος
IDX:
96913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96914
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Στοϊκός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Στωϊκός</span> .</div> </div><br><br>'}