Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στοιβάζω
στοιβάς
στοιβασία
στοιβάσιμος
στοίβασις
στοιβαστής
στοιβαστός
στοιβή
στοιβηδόν
στοιβίον
στοιβοειδής
στοΐδιον
Στοϊκός
Στοιχαδεύς
στοιχαδίτης
Στοιχαῖος
στοιχάς
Στοιχεία
στοιχειακός
στοιχειογραφέω
στοιχειοκράτωρ
View word page
στοιβοειδής
στοιβοειδής, ές,
A). loose, porous, σάρξ Alex.Aphr. Pr. 2.72 .


ShortDef

loose, porous

Debugging

Headword:
στοιβοειδής
Headword (normalized):
στοιβοειδής
Headword (normalized/stripped):
στοιβοειδης
IDX:
96911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96912
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στοιβοειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">loose, porous</span>, <span class="quote greek">σάρξ</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0732.tlg002:2:72" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0732.tlg002:2.72/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.Aphr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pr.</span> 2.72 </a> .</div> </div><br><br>'}