Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στοιά
στοιβάζω
στοιβάς
στοιβασία
στοιβάσιμος
στοίβασις
στοιβαστής
στοιβαστός
στοιβή
στοιβηδόν
στοιβίον
στοιβοειδής
στοΐδιον
Στοϊκός
Στοιχαδεύς
στοιχαδίτης
Στοιχαῖος
στοιχάς
Στοιχεία
στοιχειακός
στοιχειογραφέω
View word page
στοιβίον
στοιβ-ίον, τό,=
A). στοιβή 1 , Ps.- Dsc. 4.12 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στοιβίον
Headword (normalized):
στοιβίον
Headword (normalized/stripped):
στοιβιον
IDX:
96910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96911
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στοιβ-ίον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">στοιβή</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4013.tlg003:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4013.tlg003:1/canonical-url/"> 1 </a> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.12 </span>.</div> </div><br><br>'}