Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στοβέω
στόβος
Στοδμηνός
στοιά
στοιβάζω
στοιβάς
στοιβασία
στοιβάσιμος
στοίβασις
στοιβαστής
στοιβαστός
στοιβή
στοιβηδόν
στοιβίον
στοιβοειδής
στοΐδιον
Στοϊκός
Στοιχαδεύς
στοιχαδίτης
Στοιχαῖος
στοιχάς
View word page
στοιβαστός
στοιβ-αστός
,
ή
,
όν
,
A).
packed, pressed together,
PLond.
3.856.20
(i A.D.).
ShortDef
packed, pressed together
Debugging
Headword:
στοιβαστός
Headword (normalized):
στοιβαστός
Headword (normalized/stripped):
στοιβαστος
IDX:
96907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96908
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στοιβ-αστός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">packed, pressed together,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLond.</span> 3.856.20 </span> (i A.D.).</div> </div><br><br>'}