Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στοαοροφή
στοβάζω
στοβέω
στόβος
Στοδμηνός
στοιά
στοιβάζω
στοιβάς
στοιβασία
στοιβάσιμος
στοίβασις
στοιβαστής
στοιβαστός
στοιβή
στοιβηδόν
στοιβίον
στοιβοειδής
στοΐδιον
Στοϊκός
Στοιχαδεύς
στοιχαδίτης
View word page
στοίβασις
στοίβ-ᾰσις, εως, ,= στοιβασία, Al. Le. 24.6 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στοίβασις
Headword (normalized):
στοίβασις
Headword (normalized/stripped):
στοιβασις
IDX:
96905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96906
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στοίβ-ᾰσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">στοιβασία</span>, Al.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Le.</span> 24.6 </span>.</div><br><br>'}