Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στλίξ
στοά
στοαοροφή
στοβάζω
στοβέω
στόβος
Στοδμηνός
στοιά
στοιβάζω
στοιβάς
στοιβασία
στοιβάσιμος
στοίβασις
στοιβαστής
στοιβαστός
στοιβή
στοιβηδόν
στοιβίον
στοιβοειδής
στοΐδιον
Στοϊκός
View word page
στοιβασία
στοιβ-ᾰσία
,
ἡ
,
A).
stuffing, heaping up,
EM
727.37
.
ShortDef
stuffing, heaping up
Debugging
Headword:
στοιβασία
Headword (normalized):
στοιβασία
Headword (normalized/stripped):
στοιβασια
IDX:
96903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96904
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στοιβ-ᾰσία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stuffing, heaping up,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 727.37 </span>.</div> </div><br><br>'}