Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στλεγγύς
στλίξ
στοά
στοαοροφή
στοβάζω
στοβέω
στόβος
Στοδμηνός
στοιά
στοιβάζω
στοιβάς
στοιβασία
στοιβάσιμος
στοίβασις
στοιβαστής
στοιβαστός
στοιβή
στοιβηδόν
στοιβίον
στοιβοειδής
στοΐδιον
View word page
στοιβάς
στοιβ-άς, άδος, ,= ἡ στρωμνή, Zonar.;
A). v. στιβάς .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στοιβάς
Headword (normalized):
στοιβάς
Headword (normalized/stripped):
στοιβας
IDX:
96902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96903
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στοιβ-άς</span>, <span class="itype greek">άδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">ἡ στρωμνή</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zonar.</span></span>; <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στιβάς</span> .</div> </div><br><br>'}