Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στλέγγιστρον
στλέγγος
στλεγγύς
στλίξ
στοά
στοαοροφή
στοβάζω
στοβέω
στόβος
Στοδμηνός
στοιά
στοιβάζω
στοιβάς
στοιβασία
στοιβάσιμος
στοίβασις
στοιβαστής
στοιβαστός
στοιβή
στοιβηδόν
στοιβίον
View word page
στοιά
στοιά,
A). v. στοά .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στοιά
Headword (normalized):
στοιά
Headword (normalized/stripped):
στοια
IDX:
96900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96901
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στοιά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στοά</span> .</div> </div><br><br>'}