Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντεπιθύω
ἀντεπιθυμέω
ἀντεπικαλέω
ἀντεπίκειμαι
ἀντεπικηρύσσω
ἀντεπικουρέω
ἀντεπικράτεια
ἀντεπικρατέω
ἀντεπιλαμβάνομαι
ἀντεπιμελέομαι
ἀντεπιμέλλω
ἀντεπιμετρέω
ἀντεπινοέω
ἀντεπιπλέω
ἀντεπιρρέω
ἀντεπίρρημα
ἀντεπισκώπτω
ἀντεπισπάω
ἀντεπίσταλμα
ἀντεπισταλτικός
ἀντεπιστάτης
View word page
ἀντεπιμέλλω
ἀντεπι-μέλλω
,
A).
v.l. for
ἀντιμέλλω
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀντεπιμέλλω
Headword (normalized):
ἀντεπιμέλλω
Headword (normalized/stripped):
αντεπιμελλω
IDX:
9689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9690
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντεπι-μέλλω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">ἀντιμέλλω</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}