Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στλεγγίς
στλέγγισμα
στλέγγιστρον
στλέγγος
στλεγγύς
στλίξ
στοά
στοαοροφή
στοβάζω
στοβέω
στόβος
Στοδμηνός
στοιά
στοιβάζω
στοιβάς
στοιβασία
στοιβάσιμος
στοίβασις
στοιβαστής
στοιβαστός
στοιβή
View word page
στόβος
στόβ-ος
,
ὁ
,
A).
abuse, bad language, insolence
,
κόκκυγα κομπάζοντα μαψαύρας στόβους
Lyc.
395
, cf.
Hsch.
ShortDef
abuse, bad language, insolence
Debugging
Headword:
στόβος
Headword (normalized):
στόβος
Headword (normalized/stripped):
στοβος
IDX:
96898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96899
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στόβ-ος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">abuse, bad language, insolence</span>, <span class="quote greek">κόκκυγα κομπάζοντα μαψαύρας στόβους</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 395 </span> , cf. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}