Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στλεγγιδοποιός
στλεγγίζω
στλεγγίον
στλεγγίς
στλέγγισμα
στλέγγιστρον
στλέγγος
στλεγγύς
στλίξ
στοά
στοαοροφή
στοβάζω
στοβέω
στόβος
Στοδμηνός
στοιά
στοιβάζω
στοιβάς
στοιβασία
στοιβάσιμος
στοίβασις
View word page
στοαοροφή
στοαοροφή, ,
A). portico-roof, BCH 28.78 (Tralles).


ShortDef

portico-roof

Debugging

Headword:
στοαοροφή
Headword (normalized):
στοαοροφή
Headword (normalized/stripped):
στοαοροφη
IDX:
96895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96896
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στοαοροφή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">portico-roof</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 28.78 </span> (Tralles).</div> </div><br><br>'}