Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στλεγγίδιον
στλεγγιδολήκυθος
στλεγγιδοποιός
στλεγγίζω
στλεγγίον
στλεγγίς
στλέγγισμα
στλέγγιστρον
στλέγγος
στλεγγύς
στλίξ
στοά
στοαοροφή
στοβάζω
στοβέω
στόβος
Στοδμηνός
στοιά
στοιβάζω
στοιβάς
στοιβασία
View word page
στλίξ
στλίξ,
A). v. στρίξ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στλίξ
Headword (normalized):
στλίξ
Headword (normalized/stripped):
στλιξ
IDX:
96893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96894
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στλίξ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στρίξ</span> .</div> </div><br><br>'}