Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στιχῳδός
στιώδης
στλεγγίδιον
στλεγγιδολήκυθος
στλεγγιδοποιός
στλεγγίζω
στλεγγίον
στλεγγίς
στλέγγισμα
στλέγγιστρον
στλέγγος
στλεγγύς
στλίξ
στοά
στοαοροφή
στοβάζω
στοβέω
στόβος
Στοδμηνός
στοιά
στοιβάζω
View word page
στλέγγος
στλέγγ-ος,
A). v. στλεγγίς .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στλέγγος
Headword (normalized):
στλέγγος
Headword (normalized/stripped):
στλεγγος
IDX:
96891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96892
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στλέγγ-ος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στλεγγίς</span> .</div> </div><br><br>'}