Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στιχουργός
στιχῳδός
στιώδης
στλεγγίδιον
στλεγγιδολήκυθος
στλεγγιδοποιός
στλεγγίζω
στλεγγίον
στλεγγίς
στλέγγισμα
στλέγγιστρον
στλέγγος
στλεγγύς
στλίξ
στοά
στοαοροφή
στοβάζω
στοβέω
στόβος
Στοδμηνός
στοιά
View word page
στλέγγιστρον
στλέγγ-ιστρον, τό,= στλεγγίς, EM 725.48 in marg., in forms στέλγ- and στέργ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στλέγγιστρον
Headword (normalized):
στλέγγιστρον
Headword (normalized/stripped):
στλεγγιστρον
IDX:
96890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96891
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στλέγγ-ιστρον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">στλεγγίς</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:725:48" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:725.48/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 725.48 </a> in marg., in forms <span class="foreign greek">στέλγ-</span> and <span class="foreign greek">στέργ-</span>.</div><br><br>'}