Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στιχοποιία
στίχος
στιχουργέω
στιχούργημα
στιχουργός
στιχῳδός
στιώδης
στλεγγίδιον
στλεγγιδολήκυθος
στλεγγιδοποιός
στλεγγίζω
στλεγγίον
στλεγγίς
στλέγγισμα
στλέγγιστρον
στλέγγος
στλεγγύς
στλίξ
στοά
στοαοροφή
στοβάζω
View word page
στλεγγίζω
στλεγγ-ίζω
,
A).
scrape
or
dress with the
στλεγγίς
,
Suid.
( Pass.).
ShortDef
scrape
Debugging
Headword:
στλεγγίζω
Headword (normalized):
στλεγγίζω
Headword (normalized/stripped):
στλεγγιζω
IDX:
96886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96887
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στλεγγ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">scrape</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">dress with the</span> <span class="foreign greek">στλεγγίς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}