Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στιχομυθία
στιχοπλανήτης
στιχοπλόκος
στιχοποιέω
στιχοποιία
στίχος
στιχουργέω
στιχούργημα
στιχουργός
στιχῳδός
στιώδης
στλεγγίδιον
στλεγγιδολήκυθος
στλεγγιδοποιός
στλεγγίζω
στλεγγίον
στλεγγίς
στλέγγισμα
στλέγγιστρον
στλέγγος
στλεγγύς
View word page
στιώδης
στῑώδης, ες,(στῖον)
A). stony, hard, Gal. 19.140 .


ShortDef

stony, hard

Debugging

Headword:
στιώδης
Headword (normalized):
στιώδης
Headword (normalized/stripped):
στιωδης
IDX:
96882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96883
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στῑώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>,(<span class="etym greek">στῖον</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stony, hard</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.140 </span>.</div> </div><br><br>'}