Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στιχολόγος
στιχομυθέω
στιχομυθία
στιχοπλανήτης
στιχοπλόκος
στιχοποιέω
στιχοποιία
στίχος
στιχουργέω
στιχούργημα
στιχουργός
στιχῳδός
στιώδης
στλεγγίδιον
στλεγγιδολήκυθος
στλεγγιδοποιός
στλεγγίζω
στλεγγίον
στλεγγίς
στλέγγισμα
στλέγγιστρον
View word page
στιχουργός
στῐχουργ-ός, ,
A). versifier, Thom. Mag. p.189 R. (who censures the word).


ShortDef

versifier

Debugging

Headword:
στιχουργός
Headword (normalized):
στιχουργός
Headword (normalized/stripped):
στιχουργος
IDX:
96880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96881
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στῐχουργ-ός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">versifier</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thom.</span> </span> Mag.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4049.tlg001:p.189" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4049.tlg001:p.189/canonical-url/"> p.189 </a> R. (who censures the word).</div> </div><br><br>'}