Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στιχιστής
στιχογράφος
στιχολογέω
στιχολογία
στιχολόγος
στιχομυθέω
στιχομυθία
στιχοπλανήτης
στιχοπλόκος
στιχοποιέω
στιχοποιία
στίχος
στιχουργέω
στιχούργημα
στιχουργός
στιχῳδός
στιώδης
στλεγγίδιον
στλεγγιδολήκυθος
στλεγγιδοποιός
στλεγγίζω
View word page
στιχοποιία
στῐχο-ποιία
,
ἡ
,
A).
versification
,
Plu.
2.45a
,
Gloss.
ShortDef
versification
Debugging
Headword:
στιχοποιία
Headword (normalized):
στιχοποιία
Headword (normalized/stripped):
στιχοποιια
IDX:
96876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96877
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στῐχο-ποιία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">versification</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.45a </span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}