Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στιχισμός
στιχιστής
στιχογράφος
στιχολογέω
στιχολογία
στιχολόγος
στιχομυθέω
στιχομυθία
στιχοπλανήτης
στιχοπλόκος
στιχοποιέω
στιχοποιία
στίχος
στιχουργέω
στιχούργημα
στιχουργός
στιχῳδός
στιώδης
στλεγγίδιον
στλεγγιδολήκυθος
στλεγγιδοποιός
View word page
στιχοποιέω
στῐχο-ποιέω,
A). make verses, Gloss.


ShortDef

make verses

Debugging

Headword:
στιχοποιέω
Headword (normalized):
στιχοποιέω
Headword (normalized/stripped):
στιχοποιεω
IDX:
96875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96876
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στῐχο-ποιέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">make verses,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}