Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στίχιον
στιχισμός
στιχιστής
στιχογράφος
στιχολογέω
στιχολογία
στιχολόγος
στιχομυθέω
στιχομυθία
στιχοπλανήτης
στιχοπλόκος
στιχοποιέω
στιχοποιία
στίχος
στιχουργέω
στιχούργημα
στιχουργός
στιχῳδός
στιώδης
στλεγγίδιον
στλεγγιδολήκυθος
View word page
στιχοπλόκος
στῐχο-πλόκος, ,(πλέκω)
A). versifier, condemned by Thom.Mag. p.189 R.


ShortDef

versifier

Debugging

Headword:
στιχοπλόκος
Headword (normalized):
στιχοπλόκος
Headword (normalized/stripped):
στιχοπλοκος
IDX:
96874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96875
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στῐχο-πλόκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,(<span class="etym greek">πλέκω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">versifier</span>, condemned by Thom.Mag.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0066.tlg001:p.189" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0066.tlg001:p.189/canonical-url/"> p.189 </a> R.</div> </div><br><br>'}