Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στιχίδιον
στιχίζω
στιχικός
στίχινος
στίχιον
στιχισμός
στιχιστής
στιχογράφος
στιχολογέω
στιχολογία
στιχολόγος
στιχομυθέω
στιχομυθία
στιχοπλανήτης
στιχοπλόκος
στιχοποιέω
στιχοποιία
στίχος
στιχουργέω
στιχούργημα
στιχουργός
View word page
στιχολόγος
στῐχο-λόγος, ,=
A). palleatus, Gloss.


ShortDef

palleatus

Debugging

Headword:
στιχολόγος
Headword (normalized):
στιχολόγος
Headword (normalized/stripped):
στιχολογος
IDX:
96870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96871
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στῐχο-λόγος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">palleatus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}