Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στίχες
στίχη
στιχηδόν
στιχήρης
στιχηρός
στιχίαμβος
στιχίδιον
στιχίζω
στιχικός
στίχινος
στίχιον
στιχισμός
στιχιστής
στιχογράφος
στιχολογέω
στιχολογία
στιχολόγος
στιχομυθέω
στιχομυθία
στιχοπλανήτης
στιχοπλόκος
View word page
στίχιον
στίχιον
,=
A).
stignum (genus vestimenti
), dub. in
Gloss.
; also
strigium.
ShortDef
stignum (genus vestimenti
Debugging
Headword:
στίχιον
Headword (normalized):
στίχιον
Headword (normalized/stripped):
στιχιον
IDX:
96864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96865
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στίχιον</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stignum (genus vestimenti</span>), dub. in <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span>; also <span class="tr" style="font-weight: bold;">strigium.</span> </div> </div><br><br>'}