Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στιχάομαι
στιχάριον
στιχάς
στιχάω
στιχελεγεῖον
στίχες
στίχη
στιχηδόν
στιχήρης
στιχηρός
στιχίαμβος
στιχίδιον
στιχίζω
στιχικός
στίχινος
στίχιον
στιχισμός
στιχιστής
στιχογράφος
στιχολογέω
στιχολογία
View word page
στιχίαμβος
στῐχ-ίαμβος, ,
A). iambic verse, Choerob. in Heph. p.211 C.


ShortDef

iambic verse

Debugging

Headword:
στιχίαμβος
Headword (normalized):
στιχίαμβος
Headword (normalized/stripped):
στιχιαμβος
IDX:
96859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96860
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στῐχ-ίαμβος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">iambic verse</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Choerob.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Heph.</span> p.211 </span> C.</div> </div><br><br>'}