Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στιφράω
στιφρός
στιφρότης
στιχαοιδός
στιχάομαι
στιχάριον
στιχάς
στιχάω
στιχελεγεῖον
στίχες
στίχη
στιχηδόν
στιχήρης
στιχηρός
στιχίαμβος
στιχίδιον
στιχίζω
στιχικός
στίχινος
στίχιον
στιχισμός
View word page
στίχη
στίχη, , a kind of
A). tunic (cf. στιχάριον), prob. in Edict.Diocl. 7.56 .


ShortDef

tunic

Debugging

Headword:
στίχη
Headword (normalized):
στίχη
Headword (normalized/stripped):
στιχη
IDX:
96855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96856
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στίχη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, a kind of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tunic</span> (cf. <span class="foreign greek">στιχάριον</span>), prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Edict.Diocl.</span> 7.56 </span>.</div> </div><br><br>'}