Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στῖφος
στιφράω
στιφρός
στιφρότης
στιχαοιδός
στιχάομαι
στιχάριον
στιχάς
στιχάω
στιχελεγεῖον
στίχες
στίχη
στιχηδόν
στιχήρης
στιχηρός
στιχίαμβος
στιχίδιον
στιχίζω
στιχικός
στίχινος
στίχιον
View word page
στίχες
στίχες, αἱ,
A). v. Στίξ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στίχες
Headword (normalized):
στίχες
Headword (normalized/stripped):
στιχες
IDX:
96854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96855
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στίχες</span>, <span class="gen greek">αἱ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Στίξ</span> .</div> </div><br><br>'}