Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στιπύϊνος
στιτθόν
στῖφος
στιφράω
στιφρός
στιφρότης
στιχαοιδός
στιχάομαι
στιχάριον
στιχάς
στιχάω
στιχελεγεῖον
στίχες
στίχη
στιχηδόν
στιχήρης
στιχηρός
στιχίαμβος
στιχίδιον
στιχίζω
στιχικός
View word page
στιχάω
στιχάω,
A). v. στιχάομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στιχάω
Headword (normalized):
στιχάω
Headword (normalized/stripped):
στιχαω
IDX:
96852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96853
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στιχάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στιχάομαι</span> .</div> </div><br><br>'}