Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στιπποχειριστής
στιππύϊνος
στιππύον
στιππυουργός
στιπτός
στιπύϊνος
στιτθόν
στῖφος
στιφράω
στιφρός
στιφρότης
στιχαοιδός
στιχάομαι
στιχάριον
στιχάς
στιχάω
στιχελεγεῖον
στίχες
στίχη
στιχηδόν
στιχήρης
View word page
στιφρότης
στιφρότης, ητος, ,
A). solidity, stoutness, Timocl. 22.3 .


ShortDef

solidity, stoutness

Debugging

Headword:
στιφρότης
Headword (normalized):
στιφρότης
Headword (normalized/stripped):
στιφροτης
IDX:
96847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96848
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στιφρότης</span>, <span class="itype greek">ητος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">solidity, stoutness</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0515.tlg001:22:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0515.tlg001:22.3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Timocl.</span> 22.3 </a>.</div> </div><br><br>'}