Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στίππον
στιπποπραγματευτής
στιπποτιμητής
στιππουργός
στιπποχειριστής
στιππύϊνος
στιππύον
στιππυουργός
στιπτός
στιπύϊνος
στιτθόν
στῖφος
στιφράω
στιφρός
στιφρότης
στιχαοιδός
στιχάομαι
στιχάριον
στιχάς
στιχάω
στιχελεγεῖον
View word page
στιτθόν
στιτθόν· εἶδος ἀκρίδος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στιτθόν
Headword (normalized):
στιτθόν
Headword (normalized/stripped):
στιτθον
IDX:
96843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96844
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στιτθόν·</span> <span class="foreign greek">εἶδος ἀκρίδος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}