Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στῖον
στιπεουργός
στιπουργός
στιππεῖον
στιππόϊνος
στιπποκογχιστής
στίππον
στιπποπραγματευτής
στιπποτιμητής
στιππουργός
στιπποχειριστής
στιππύϊνος
στιππύον
στιππυουργός
στιπτός
στιπύϊνος
στιτθόν
στῖφος
στιφράω
στιφρός
στιφρότης
View word page
στιπποχειριστής
στιπποχειριστής, οῦ, ,
A). agent of the tow-merchants, POxy. 1889.6 (v A.D.), 1980 (vi A.D.).


ShortDef

agent of the tow-merchants

Debugging

Headword:
στιπποχειριστής
Headword (normalized):
στιπποχειριστής
Headword (normalized/stripped):
στιπποχειριστης
IDX:
96837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96838
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στιπποχειριστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">agent of the tow-merchants,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1889.6 </span> (v A.D.), <span class="bibl"> 1980 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}