Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στίξις
στῖον
στιπεουργός
στιπουργός
στιππεῖον
στιππόϊνος
στιπποκογχιστής
στίππον
στιπποπραγματευτής
στιπποτιμητής
στιππουργός
στιπποχειριστής
στιππύϊνος
στιππύον
στιππυουργός
στιπτός
στιπύϊνος
στιτθόν
στῖφος
στιφράω
στιφρός
View word page
στιππουργός
στιππουργός, ,= στιππυουργός, PLond. 2.387.20 (vi/vii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στιππουργός
Headword (normalized):
στιππουργός
Headword (normalized/stripped):
στιππουργος
IDX:
96836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96837
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στιππουργός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <span class="foreign greek">στιππυουργός</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 2.387.20 </span> (vi/vii A.D.).</div><br><br>'}