Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στίξ
στίξις
στῖον
στιπεουργός
στιπουργός
στιππεῖον
στιππόϊνος
στιπποκογχιστής
στίππον
στιπποπραγματευτής
στιπποτιμητής
στιππουργός
στιπποχειριστής
στιππύϊνος
στιππύον
στιππυουργός
στιπτός
στιπύϊνος
στιτθόν
στῖφος
στιφράω
View word page
στιπποτιμητής
στιππο-τῑμητής, οῦ, ,
A). tow-valuer, ib. 103.28 (iv A.D.).


ShortDef

tow-valuer

Debugging

Headword:
στιπποτιμητής
Headword (normalized):
στιπποτιμητής
Headword (normalized/stripped):
στιπποτιμητης
IDX:
96835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96836
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στιππο-τῑμητής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tow-valuer</span>, ib.<span class="bibl"> 103.28 </span> (iv A.D.).</div> </div><br><br>'}