Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στίμμις
στίμμισμα
στίξ
στίξις
στῖον
στιπεουργός
στιπουργός
στιππεῖον
στιππόϊνος
στιπποκογχιστής
στίππον
στιπποπραγματευτής
στιπποτιμητής
στιππουργός
στιπποχειριστής
στιππύϊνος
στιππύον
στιππυουργός
στιπτός
στιπύϊνος
στιτθόν
View word page
στίππον
στίππον, τό,= στιππύον, in gen. sg. στίππου, PGoodsp.Cair. 30 xxxvii 11 (ii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στίππον
Headword (normalized):
στίππον
Headword (normalized/stripped):
στιππον
IDX:
96833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96834
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στίππον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">στιππύον</span>, in gen. sg. <span class="foreign greek">στίππου</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PGoodsp.Cair.</span> 30 xxxvii 11 </span> (ii A.D.).</div><br><br>'}