Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στίμμι
στιμμίζω
στίμμις
στίμμισμα
στίξ
στίξις
στῖον
στιπεουργός
στιπουργός
στιππεῖον
στιππόϊνος
στιπποκογχιστής
στίππον
στιπποπραγματευτής
στιπποτιμητής
στιππουργός
στιπποχειριστής
στιππύϊνος
στιππύον
στιππυουργός
στιπτός
View word page
στιππόϊνος
στιππόϊνος, η, ον,= στιππύϊνος, PLond. 3.928.2 (iii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στιππόϊνος
Headword (normalized):
στιππόϊνος
Headword (normalized/stripped):
στιπποινος
IDX:
96831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96832
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στιππόϊνος</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <span class="foreign greek">στιππύϊνος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 3.928.2 </span> (iii A.D.).</div><br><br>'}