Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στίλψις
στίμμι
στιμμίζω
στίμμις
στίμμισμα
στίξ
στίξις
στῖον
στιπεουργός
στιπουργός
στιππεῖον
στιππόϊνος
στιπποκογχιστής
στίππον
στιπποπραγματευτής
στιπποτιμητής
στιππουργός
στιπποχειριστής
στιππύϊνος
στιππύον
στιππυουργός
View word page
στιππεῖον
στιππεῖον
,
τό
,=
στυππεῖον
,
PRyl.
245.14
(iii A.D.); also
στιππῖον
,
PSI
5.469.12
,
19
(iv A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στιππεῖον
Headword (normalized):
στιππεῖον
Headword (normalized/stripped):
στιππειον
IDX:
96830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96831
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στιππεῖον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">στυππεῖον</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PRyl.</span> 245.14 </span> (iii A.D.); also <span class="orth greek">στιππῖον</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 5.469.12 </span>,<span class="bibl"> 19 </span> (iv A.D.).</div><br><br>'}