Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στίλπων
στίλψις
στίμμι
στιμμίζω
στίμμις
στίμμισμα
στίξ
στίξις
στῖον
στιπεουργός
στιπουργός
στιππεῖον
στιππόϊνος
στιπποκογχιστής
στίππον
στιπποπραγματευτής
στιπποτιμητής
στιππουργός
στιπποχειριστής
στιππύϊνος
στιππύον
View word page
στιπουργός
στιπουργός, ,= foreg. (cf. στιππουργός), Stud.Pal. 20.193 (vi A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στιπουργός
Headword (normalized):
στιπουργός
Headword (normalized/stripped):
στιπουργος
IDX:
96829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96830
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στιπουργός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= foreg. (cf. <span class="foreign greek">στιππουργός</span>), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Stud.Pal.</span> 20.193 </span> (vi A.D.).</div><br><br>'}