Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στιλπνωτής
στίλπων
στίλψις
στίμμι
στιμμίζω
στίμμις
στίμμισμα
στίξ
στίξις
στῖον
στιπεουργός
στιπουργός
στιππεῖον
στιππόϊνος
στιπποκογχιστής
στίππον
στιπποπραγματευτής
στιπποτιμητής
στιππουργός
στιπποχειριστής
στιππύϊνος
View word page
στιπεουργός
στιπεουργός, ,= στιππυουργός, PSI 6.573 (iii B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στιπεουργός
Headword (normalized):
στιπεουργός
Headword (normalized/stripped):
στιπεουργος
IDX:
96828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96829
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στιπεουργός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <span class="foreign greek">στιππυουργός</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 6.573 </span> (iii B.C.).</div><br><br>'}