Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στιλπνόω
στιλπνωτής
στίλπων
στίλψις
στίμμι
στιμμίζω
στίμμις
στίμμισμα
στίξ
στίξις
στῖον
στιπεουργός
στιπουργός
στιππεῖον
στιππόϊνος
στιπποκογχιστής
στίππον
στιπποπραγματευτής
στιπποτιμητής
στιππουργός
στιπποχειριστής
View word page
στῖον
στῖον,
A). v. στία .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στῖον
Headword (normalized):
στῖον
Headword (normalized/stripped):
στιον
IDX:
96827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96828
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στῖον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στία</span> .</div> </div><br><br>'}