Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στίλη
στίλος
στιλπνός
στιλπνότης
στιλπνόω
στιλπνωτής
στίλπων
στίλψις
στίμμι
στιμμίζω
στίμμις
στίμμισμα
στίξ
στίξις
στῖον
στιπεουργός
στιπουργός
στιππεῖον
στιππόϊνος
στιπποκογχιστής
στίππον
View word page
στίμμις
στίμμις, ,
A). v. στίμμι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στίμμις
Headword (normalized):
στίμμις
Headword (normalized/stripped):
στιμμις
IDX:
96823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96824
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στίμμις</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στίμμι</span> .</div> </div><br><br>'}