Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στίλβωθρον
στίλβωμα
στίλβων
στίλβωσις
στιλβωτής
στίλη
στίλος
στιλπνός
στιλπνότης
στιλπνόω
στιλπνωτής
στίλπων
στίλψις
στίμμι
στιμμίζω
στίμμις
στίμμισμα
στίξ
στίξις
στῖον
στιπεουργός
View word page
στιλπνωτής
στιλπν-ωτής
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
polisher
,
Lyd.
Mag.
1.46
.
ShortDef
polisher
Debugging
Headword:
στιλπνωτής
Headword (normalized):
στιλπνωτής
Headword (normalized/stripped):
στιλπνωτης
IDX:
96818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96819
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στιλπν-ωτής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">polisher</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mag.</span> 1.46 </span>.</div> </div><br><br>'}