Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στιλβός
στιλβότης
στιλβόω
στίλβω
στίλβωθρον
στίλβωμα
στίλβων
στίλβωσις
στιλβωτής
στίλη
στίλος
στιλπνός
στιλπνότης
στιλπνόω
στιλπνωτής
στίλπων
στίλψις
στίμμι
στιμμίζω
στίμμις
στίμμισμα
View word page
στίλος
στίλος·
ὁ προηγούμενος τῆς ποίμνης κριός
,
Hsch.
(Fort.
κτίλος
.)
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στίλος
Headword (normalized):
στίλος
Headword (normalized/stripped):
στιλος
IDX:
96814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96815
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στίλος·</span> <span class="foreign greek">ὁ προηγούμενος τῆς ποίμνης κριός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Fort. <span class="foreign greek">κτίλος</span>.)</div><br><br>'}