Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στιλβόντως
στιλβοποιέω
στιλβός
στιλβότης
στιλβόω
στίλβω
στίλβωθρον
στίλβωμα
στίλβων
στίλβωσις
στιλβωτής
στίλη
στίλος
στιλπνός
στιλπνότης
στιλπνόω
στιλπνωτής
στίλπων
στίλψις
στίμμι
στιμμίζω
View word page
στιλβωτής
στιλβ-ωτής, οῦ, ,=
A). colorator, Gloss.


ShortDef

colorator

Debugging

Headword:
στιλβωτής
Headword (normalized):
στιλβωτής
Headword (normalized/stripped):
στιλβωτης
IDX:
96812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96813
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στιλβ-ωτής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">colorator,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}