Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στιλβάς
στίλβη
στιλβηδόν
στιλβηδών
στιλβόντως
στιλβοποιέω
στιλβός
στιλβότης
στιλβόω
στίλβω
στίλβωθρον
στίλβωμα
στίλβων
στίλβωσις
στιλβωτής
στίλη
στίλος
στιλπνός
στιλπνότης
στιλπνόω
στιλπνωτής
View word page
στίλβωθρον
στίλβ-ωθρον
,
τό
,
A).
cosmetic
,
Dsc.
1.30
.
ShortDef
cosmetic
Debugging
Headword:
στίλβωθρον
Headword (normalized):
στίλβωθρον
Headword (normalized/stripped):
στιλβωθρον
IDX:
96808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96809
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στίλβ-ωθρον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cosmetic</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.30 </span>.</div> </div><br><br>'}