Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στικτόπους
στικτός
στῖλα
στιλβαῖος
στιλβάς
στίλβη
στιλβηδόν
στιλβηδών
στιλβόντως
στιλβοποιέω
στιλβός
στιλβότης
στιλβόω
στίλβω
στίλβωθρον
στίλβωμα
στίλβων
στίλβωσις
στιλβωτής
στίλη
στίλος
View word page
στιλβός
στιλβ-ός, , όν,= στιλπνός, Id. 5.84 ( Sup., v.l.), Gal. 6.804 , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στιλβός
Headword (normalized):
στιλβός
Headword (normalized/stripped):
στιλβος
IDX:
96804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96805
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στιλβ-ός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>,= <span class="foreign greek">στιλπνός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 5.84 </span> ( Sup., v.l.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 6.804 </span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}