Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στίκτης
στικτόπους
στικτός
στῖλα
στιλβαῖος
στιλβάς
στίλβη
στιλβηδόν
στιλβηδών
στιλβόντως
στιλβοποιέω
στιλβός
στιλβότης
στιλβόω
στίλβω
στίλβωθρον
στίλβωμα
στίλβων
στίλβωσις
στιλβωτής
στίλη
View word page
στιλβοποιέω
στιλβ-οποιέω
,
A).
make to shine
,
Dsc.
1.70
.
ShortDef
make to shine
Debugging
Headword:
στιλβοποιέω
Headword (normalized):
στιλβοποιέω
Headword (normalized/stripped):
στιλβοποιεω
IDX:
96803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96804
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στιλβ-οποιέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">make to shine</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.70 </span>.</div> </div><br><br>'}