Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στίγων
στίζω
στικτέον
στίκτης
στικτόπους
στικτός
στῖλα
στιλβαῖος
στιλβάς
στίλβη
στιλβηδόν
στιλβηδών
στιλβόντως
στιλβοποιέω
στιλβός
στιλβότης
στιλβόω
στίλβω
στίλβωθρον
στίλβωμα
στίλβων
View word page
στιλβηδόν
στιλβ-ηδόν, Adv.
A). shining, glittering, Suid.


ShortDef

shining, glittering

Debugging

Headword:
στιλβηδόν
Headword (normalized):
στιλβηδόν
Headword (normalized/stripped):
στιλβηδον
IDX:
96800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96801
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στιλβ-ηδόν</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">shining, glittering</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}